ὅμουρα

ὅμουρα
ὅμορος
having the same borders with
neut nom/voc/acc pl (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όμουρα — ὅμουρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σεμίδαλις ἑφθή, μέλι ἔχουσα καὶ σησάμην». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ὅμωρος*] …   Dictionary of Greek

  • όμωρος — ὅμωρος, ον (Α) φρ. «ὅμωρος ἄρτος» είδος άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με την λ. ἀμόρα «είδος γλυκίσματος με μέλι» (πρβλ. και τις γλώσσες τού Ησύχ. ὅμουρα και ὁμορίτας)] …   Dictionary of Greek

  • Μπόνιν — (Bonin). Ομάδα νησιών (78 τ. χλμ., περ. 10.000 κάτ.) του δυτικού Ειρηνικού, κυρίως ηφαιστειογενή, που ανήκουν στην Ιαπωνία. Τα νησιά αυτά, που στην ιαπωνική ονομάζονται Ογκασάουρα Γκούντο, απέχουν 800 χλμ. από το Τόκιο. Τα ανακάλυψαν το 1543 οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”